- μεταβάλλομαι
- μεταβάλλωthrow into a different positionpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταβάλλομαι — μεταβάλλομαι, μεταβλήθηκα βλ. πίν. 147 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
αλλοιώνω — (ΑΜ ἀλλοιῶ, όω) [ἀλλοῖος] 1. κάνω κάτι διαφορετικό, μεταβάλλω, μετατρέπω 2. παραλλάζω, παραμορφώνω 3. παριστάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα 4. παθ. μεταβάλλομαι, γίνομαι διαφορετικός νεοελλ. 1. νοθεύω, παραχαράσσω 2.… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
μεταβάλλω — (ΑM μεταβάλλω) [βάλλω] αλλάζω την κατάσταση κάποιου, μετατρέπω (α. «οι συνθήκες τής ζωής μεταβάλλουν τον άνθρωπο» β. «ο καιρός κάθε μέρα μεταβάλλεται» γ. «τὰς φυλὰς (ο Κλεισθένης) μετέβαλε εἰς ἄλλα ὀνόματα», Ηρόδ.) μσν. 1. αναπληρώνω 2. μεταπείθω … Dictionary of Greek
μεταπίπτω — (ΑΜ μεταπίπτω) [πίπτω] 1. πέφτω με διαφορετικό τρόπο ή σε άλλο μέρος, αλλάζω απότομα θέση ή κατάσταση, μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι ξαφνικά («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ εἶδος», Ηρόδ.) 2. γραμμ. (για λέξεις) αλλάζω… … Dictionary of Greek
συμμεθαρμόζομαι — Α μεταβάλλομαι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («δοκεῑ συμμεθαρμόζεσθαι ταῑς ὑποθέσεσι τὸν χαρακτῆρα τῆς ὑποθέσεως» Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεθαρμόζομαι «μεταβάλλομαι, προσαρμόζομαι»] … Dictionary of Greek
συμμεταπίπτω — Α μεταβάλλομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεταπίπτω «μεταβάλλομαι, αλλοιώνομαι»] … Dictionary of Greek
αλλιωτεύω — αλλοιώνομαι, μεταβάλλομαι, αλλάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλιώτικος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλιώτεμα] … Dictionary of Greek
αλλοιοτροπώ — ἀλλοιοτροπῶ ( έω) (Α) [ἀλλοιότροπος] 1. αλλάζω μορφή, χρώμα 2. παθ. παίρνω ποικίλες μορφές, μεταβάλλομαι … Dictionary of Greek